- φθινοπωρίς
- -ίδος, ἡ, Α(ποιητ. τ.)1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. μετωπ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθινοπωρίς — an olive fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδα — φθινοπωρίς an olive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδες — φθινοπωρίς an olive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδι — φθινοπωρίς an olive fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδος — φθινοπωρίς an olive fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίσιν — φθινοπωρίς an olive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)